ἄμνηστος — forgotten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμνηστον — ἄμνηστος forgotten masc/fem acc sg ἄμνηστος forgotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνήστοιο — ἄμνηστος forgotten masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνήστοισι — ἄμνηστος forgotten masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνήστου — ἄμνηστος forgotten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνήστῳ — ἄμνηστος forgotten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμνηστα — ἄμνηστος forgotten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… … Dictionary of Greek
αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] … Dictionary of Greek
ԱՆՅԻՇԱՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0208 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 9c, 10c, 12c ա. ἁμνημόνευτος, ἅμνηστος immemorabilis, immemoratus, oblivione deletus Ոյր չիք յիշատակ. ʼի մոռացօնս եղեալ. անյիշելի. բնաջինջ. ... *Զիա՞րդ լինիցին այսչափ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)